Οι περισσότεροι θα έλεγαν πως η πείνα είναι «ο φυσικός τρόπος του σώματος μας να μας πει πως χρειάζεται φαγητό». Αν και ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι λάθος, ο όρος «χρειάζεται» είναι υποκειμενικός. Θα αναφερθούμε σε αυτό σε λίγο.
Η πείνα χαρακτηρίζεται συνήθως ως δυσφορία στο στομάχι, αίσθηση πως το στομάχι είναι άδειο καθώς και το χαρακτηριστικό γρύλισμα του στομάχου. Είναι γενικά ένα δυσάρεστο αίσθημα το οποίο μας ωθεί να φάμε.
Σε βιολογικό επίπεδο, η πείνα διεγείρεται από συγκεκριμένους παράγοντες ή καταστάσεις. Η πείνα είναι αρκετά πιο περίπλοκο συναίσθημα από ότι πιστεύουν πολλοί, οπόταν δεν μπορούμε να ξέρουμε όλους τους παράγοντες καθώς και σε πόσο βαθμό ο κάθε ένας συμβάλει στο αίσθημα. Ωστόσο ξέρουμε τους πιο κύριους.
Οι δύο κύριοι παράγοντες που φαίνεται να διεγείρουν την πείνα είναι η κατάσταση του στομάχου και τα επίπεδα ενέργειας του οργανισμού.
Όταν το στομάχι μας είναι άδειο για ώρα, συνήθως αρχίζουμε να πεινάμε. Αυτός είναι και ένας λόγος που τρόφιμα υψηλά σε πρωτεΐνες ή φυτικές ίνες είναι πολύ αποτελεσματικά σε μια δίαιτα. Τρόφιμα με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι δύσπεπτα και καθυστερούν την κένωση του στομάχου, με αποτέλεσμα να νιώθουμε γεμάτοι για περισσότερη ώρα.
Τα χαμηλά επίπεδα ενέργειας στο σώμα μας επίσης φαίνεται να διεγείρουν το αίσθημα της πείνας. Αυτός ο παράγοντας είναι πιο περίπλοκος, εφόσον τα «επίπεδα ενέργειας» μπορούν να έχουν διάφορες μορφές.
Το κύριο τμήμα όσον αφορά το κομμάτι αυτό φαίνεται να είναι τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Όταν φάμε ένα γεύμα, τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα αυξάνονται. Σε υγιή άτομα, η ινσουλίνη θα μεταφέρει σιγά-σιγά τα θρεπτικά συστατικά τους ιστούς προκαλώντας την σταδιακή μείωση της γλυκόζης. Όταν η γλυκόζη μειωθεί σε μεγάλο βαθμό, το σώμα μας διεγείρει την πείνα επειδή λαμβάνει την μείωση της γλυκόζης ως «σήμα» πως χρειαζόμαστε ξανά τροφή.
Ωστόσο, η ενέργεια υπάρχει σε πολλές μορφές πέραν της ελεύθερης γλυκόζης στο αίμα. Μορφές όπως λιπώδης ιστός, μυϊκό και ηπατικό γλυκογόνο, μυϊκή μάζα και ελεύθερα λιπαρά οξέα μπορούν όλα να θεωρηθούν ως «ενέργεια» στο σώμα μας.
Οπόταν, πέραν από την κατάσταση τροφοδότησης, η κατάσταση της αποθηκευμένης ενέργειας (κυρίως λιπώδης ιστός και γλυκογόνο), ίσως να επηρεάζουν την συχνότητα και ένταση της πείνας.
Ξέρουμε πως κατά την απώλεια βάρους, η πείνα αναπόφευκτα θα γίνεται πιο δυνατή αν όλοι οι άλλοι παράγοντες είναι ίσοι. Εφόσον το βάρος και ιδιαίτερα το λίπος είναι ουσιαστικά περίσσεια ενέργειας, τότε λαμβάνοντας υπόψη πως η κατάσταση ενέργειας του οργανισμού μας επηρεάζει την πείνα, είναι λογικό να αυξάνεται στην απώλεια βάρους.
Σε αυτές τις συνθήκες, το σώμα μας ρυθμίζει ανάλογα τις τιμές ορισμένων ορμονών έτσι ώστε να προκληθεί πείνα και να μας παροτρύνει να φάμε. Οι πιο σημαντικές αυτών είναι η γκρελίνη, η οποία σε αυξημένα επίπεδα προκαλεί πείνα και η λεπτίνη, η οποία μας δίνει το αίσθημα κορεσμού και μειώνεται κατά την πείνα (και την απώλεια βάρους).
Οπόταν συνοπτικά, η πείνα αυξάνεται σε άδειο στομάχι, χαμηλά επίπεδα γλυκόζης και κατά την απώλεια βάρους.